μορταδέλα

μορταδέλα
Είδος αλλαντικού από βοδινό ή χοιρινό κρέας. Βλ. λ. αλλαντικά.
* * *
και μορταντέλα, η
βλ. μουρταδέλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μουρταδέλα — και μορταδέλα και μορταντέλα, η είδος αλλαντικού από βοδινό ή χοιρινό κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mortad ella < λατ. murt atum «αναμεμιγμένος με μύρτο» < murtum < μύρτον] …   Dictionary of Greek

  • μορταντέλα — μορταντέλα, η και μορταδέλα, η (λ. ιταλ.), είδος αλλαντικού που παρασκευάζεται από βοδινό ή χοιρινό κρέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”